συντρίβοντας

συντρίβοντας
συντρί̱βοντας , συντρίβω
rub together
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Τεύτονες — Αρχαίος γερμανικός λαός που είχε την πρώτη ιστορική έδρα του στα Β των εκβολών του Έλβα και, πιεζόμενος από λαούς που μετακινούνταν από τις ασιατικές χώρες προς τα Δ, άρχισε, τον 2o αι. π.Χ., μια μετανάστευση που είχε ως αποτέλεσμα να εισβάλει,… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδρισμα — το [κυλινδρίζω] γεωργική εργασία κατά την οποία ένας ειδικός βαρύς σιδερένιος κύλινδρος περνά πάνω στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι και τό ομαλύνει συντρίβοντας τις συμπαγείς χωμάτινες μάζες του, τους βώλους του, και συμπιέζοντας την επιφάνειά …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • συρραθαγώ — έω, Α κάνω θόρυβο συντρίβοντας κάτι με τα δόντια («ὀλοοῑς συνερραθάγησεν ὀδοῡσι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥαθαγῶ «θορυβώ, παράγω κρότο»] …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμανοί — (Alamanni). Ομάδα αρχαίων γερμανικών φύλων που εμφανίστηκαν κατά τον 3ο αι. μ.Χ. στην περιοχή του Άνω Ρήνου και του Κάτω Δούναβη, κοντά στα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος αυτοκράτορας που τους πολέμησε ήταν ο Καρακάλλας (213),… …   Dictionary of Greek

  • Γαμβέτας, Λέων — (Καόρ 1838 – Βιλ ντ’ Αβρέ 1882). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου νομικού και πολιτικού Λεόν Γκαμπετά (Leon Gambetta). Το 1860 πήρε το πτυχίο της νομικής και το 1868 έγινε διάσημος ως συνήγορος του δημοσιογράφου Ντελεκλίζ, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”